top of page

Ο «βασιλιάς του ταγκό» στην Ελλάδα του μεσοπολέμου

Η έντονη παρουσία του Eduardo Bianco στην Ελλάδα του μεσοπολέμου αποτέλεσε ορόσημο στην ιστορία του ελληνικού ταγκό και δεν άφησε χωρίς επίδραση τα μουσικά μας πράγματα.

Ο Eduardo Vicente Bianco (1892-1959) υπήρξε ο πιο φημισμένος Αργεντινός μαέστρος παραδοσιακής ορχήστρας ταγκό. Συνθέτης, βιολιστής, διασκευαστής, ενορχηστρωτής, στιχουργός και τραγουδιστής.

Αποκλήθηκε «βασιλιάς του ταγκό (*)». Έγραψε 50 ταγκό και διασκεύασε και έπαιζε με την πολυμελή ορχήστρα του πολλά άλλα, περιοδεύοντας σε Ευρώπη, Μέση Ανατολή, Βόρεια Αφρική και Βόρεια Αμερική και διαδίδοντας το Αργεντίνικο ταγκό σε όλα τα μέρη του κόσμου. Το εισήγαγε και το καθιέρωσε στην Ελλάδα, αλλά και σε πολλές άλλες χώρες (Ελβετία, Τουρκία, Αυστρία, Πολωνία, Βουλγαρία κ.α.).

Εμφανίστηκε στα πιο σπουδαία κέντρα: Στην Όπερα του Παρισιού, της Νέας Υόρκης, στη Μetropolitan της Βοστώνης, το “Deutsches Theater”κ.α

Ήταν ο πρώτος ξένος μουσικός που έγινε δεκτός στη Σοβιετική Ένωση, όπου έμεινε 17 μήνες.

Έπαιξε μπροστά στον στρατάρχη Στάλιν, τον Χίτλερ, τον Μουσολίνι, τον βασιλιά της Ισπανίας Αλφόνσο 13ο κ.ά.

Ο Bianco στην Ελλάδα

O Bianco σχετίστηκε στενά με την Ελλάδα, την επισκέφθηκε πολές φορές και παρέμεινε πολύ καιρό εμφανιζόμενος με την ορχήστρα του.

Πολλά τραγούδια που έγραψε ή διασκεύασε τραγουδήθηκαν με ελληνικούς στίχους και έγιναν πολύ δημοφιλή. Μάλιστα κάποια απ’αυτά τα έγραψε και τα πρωτοκυκλοφόρησε στην Ελλάδα.

Σχεδόν πολιτογραφήθηκε «Έλληνας», αφού έζησε και δημιούργησε στην Ελλάδα, την αγάπησε και αγαπήθηκε από τους Έλληνες.

Ήρθε για πρώτη φορά στην Αθήνα το 1929 και έδωσε σειρά συναυλιών.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 η Αθήνα «ταγκοκρατείται», «πνίγεται» στα ταγκό.

Η έλευση ενός κορυφαίου εκπροσώπου του Αργεντίνικου ταγκό αποτέλεσε σημαντικό κοσμικό και πολιτιστικό γεγονός.

Με τον ερχομό του το ταγκό στην Ελλάδα απέκτησε Αργεντίνικο άρωμα. Η έντονη παρουσία του αποτέλεσε ορόσημο στην ιστορία του ελληνικού ταγκό και δεν άφησε χωρίς επίδραση τα μουσικά πράγματα στην Ελλάδα.

Η πρώτη του εμφάνιση στην Αθήνα ήταν στον κινηματογράφο «Σπλέντιτ».

Το 1930 πρωτοεπισκέφθηκε τη Θεσσαλονίκη και έδωσε συναυλία στον κινηματογράφο «Διονύσια», ενώ το 1932 έπαιζε στο ξενοδοχείο "Μεντιτερανέ".

Όταν επέστρεψε στην Αθήνα έκανε συνεχείς νυχτερινές και απογευματινές εμφανίσεις σε διάφορους χώρους, απευθυνόμενες σε όλο το Αθηναικό κοινό.

Συνέθεσε 22 τραγούδια για την οπερέτα "Αρζεντίνα", με κείμενα του Αλέκου Σακελλάριου, που ανέβηκε στο θέατρο «Κεντρικόν» το 1937 και σημείωσε ρεκόρ εισπράξεων.

Το ρεπερτόριο της ορχήστρας του, άλλοτε μεγάλης και άλλοτε μικρότερης, περιλάμβανε κομμάτια δικά του αλλά και διασκευές σε κομμάτια άλλων συνθετών, καλύπτοντας όλο το φάσμα της Λατινοαμερικάνικης μουσικής. Ακόμα και κάποια ελληνικά ταγκό.

Στην αύξηση της δημοτικότητας της ορχήστρας του συνέβαλε και η ενδυματολογική της παρουσία, με παραδοσιακή στολή με σομπρέρος, μαντήλια στο λαιμό και μπότες.

Στην Ελλάδα γνωρίστηκε και συνεργάστηκε με πολλούς και επώνυμους Έλληνες καλλιτέχνες, μουσικούς, στιχουργούς και τραγουδιστές (Μιχάλη Σουγιούλ, Αλέκο Σακελλάριο, Δανάη, Ζοζέφ Κορίνθιο, Φώτη Πολυμέρη κ.ά.)

Εκτίμησε τις ικανότητες του Μιχάλη Σουγιούλ και τον ενσωμάτωσε στην ορχήστρα του που περιόδευε τη χώρα, σαν μπαντεονίστα και ενορχηστρωτή.

Του πρότεινε μάλιστα να τον ακολουθήσει στις περιοδείες του στο εξωτερικό, αλλά αυτός αρνήθηκε.

Η επιτυχία της ορχήστρας διήρκεσε μέχρι τον πόλεμο.

Μετά τον πόλεμο ο Bianco ξαναγύρισε στην Ελλάδα, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και έκανε κάποιες εμφανίσεις με ελάχιστους μουσικούς στο «Γκρήν Παρκ» και αλλού, μέχρι το 1950.

Επιστροφή στην Αργεντινή

Όμως καθώς το άστρο του είχε δύσει, τελικά επέστρεψε οριστικά στην Αργεντινή και πέθανε στο Μπουένος Άιρες.

Ο τάφος του είναι στο νεκροταφείο του Μπουένος Άιρες, κοντά σ’ εκείνον του άλλου μεγάλου του Tango, Carlos Gardel, με τον οποίο είχαν φιλία ήδη από το Μπουένος Άιρες, που συνεχίστηκε στη Γαλλία.

 

Βιογραφικά

Σπούδασε κλασσικό βιολί από μικρός στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Ροζάριο. Παιδί ακόμα πήγε στο Μπουένος Άιρες για να ενταχθεί σε κάποια ορχήστρα, αλλά δεν ήταν τυχερός. Το 1922 έγραψε εκεί το πρώτο του ταγκό.

Το 1924 ήρθε στην Ευρώπη για να αναζητήσει την τύχη του στο Παρίσι. Η «πόλη του φωτός», που λειτουργούσε σαν πολιτιστικό κέντρο, ήταν η πρώτη Ευρωπαική πρωτεύουσα στην οποία διαδόθηκε το ταγκό.

Ο Bianco δεν αρκέστηκε να είναι ένας ακόμα οργανοπαίχτης, ένα μέλος της ορχήστρας. Είχε τις δικές του ιδέες. Γρήγορα κατανόησε τα γούστα τού κοινού και εμπλούτισε τα ταγκό του με Ευρωπαικό άρωμα. Έγινε έτσι ευρύτατα αποδεκτός σε όλες τις χώρες, στις οποίες εμφανίστηκε.

Έδωσε στα ταγκό ένα αργόσυρυτο και δραματικό χαρακτήρα. Με επιλογή μελαγχολικών θεμάτων και μελοδραματικής ατμόσφαιρας, ελαστικότητα του ρυθμού, έντονες εξάρσεις και αλλαγές δυναμικής, τονισμούς, συγκοπές, αντιστικτικές γραμμές κλπ.

Ίδρυσε εκδοτικό οίκο στο Παρίσι, που εξέδιδε τα έργα του και έργα άλλων Αργεντινών μουσικών.

Σχημάτισε με τον μπαντονεονίστα Juan «Bachicha» Deambroggio την “orquesta tιpica (**) Bianco-Bachicha”, την οποία διηύθυνε. Συμπεριέλαβε τον κιθαρίστα Horacio Pettrorossi, τον μπαντεονίστα Mario Melfi και τον μπαντεονίστα Victor Lomuto. Τα υπόλοιπα μέλη της ορχήστρας ήταν Ευρωπαίοι.

Έκαναν το ντεμπούτο τους στο “Washington Palace” το 1925. Η ορχήστρα διαχωρίστηκε το 1928 και συνέχισε σαν “orquesta tipica Eduardo Bianco”.

Από το 1927 μέχρι το 1931 ήταν η δημοφιλέστερη ορχήστρα στο Παρίσι.

Ο Bianco ήταν κοσμοπολίτης και μποέμ τύπος, με περίεργη προσωπικότητα και πολυτάραχη ζωή.

Υπήρχαν γύρω απ’αυτόν διάφορες τρελές, φανταστικές ή ανεπιβεβαίωτες φήμες .

Ότι υπήρξε μέγας τζογαδόρος, ότι συχνά έμενε ταπί, ότι πούλησε τη χρυσή του μασέλα γιά να ξεχρεωθεί, ότι σκότωσε από ζήλια τον εραστή της γυναίκας του και κλείστηκε σε μοναστήρι, όπου έγραψε το περίφημο τραγούδι “Plegaria” (Ικεσία) και διάφορα άλλα.

Υπάρχει διχογνωμία σχετικά με τον ρόλο του κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατηγορήθηκε για συνεργάτης του Ναζισμού, επειδή έπαιξε στο Βερολίνο για τον Χίτλερ και τον Γκαίμπελς το 1939.

Επίσης επειδή το τραγούδι του «Plegaria» παιζόταν από Εβραικές ορχήστρες στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως και έγινε έτσι το «Ταγκό του Θανάτου» (Τango de la Muerte).

Ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι έκανε ότι μπορούσε για να είναι μακριά από τις χώρες του Πολέμου αλλά δεν μπορούσε να πάρει άδεια να φύγει. Επίσης ότι μια μέρα, ενώ δοκίμαζαν με τους συνεργάτες του να φύγουν περνώντας τα σύνορα, συνελήφθησαν στο Ίννσμπουργκ και ελευθερώθηκαν χάρη στην παρέμβαση ενός στρατιωτικού, λάτρη του ταγκό. Ότι φοβόταν αυτούς που τους κυνηγούσαν μέρα-νύχτα και ότι αυτό του προκάλεσε καρδιακά προβλήματα και νοσηλεύτηκε σε κλινική στο Magdeburg.

Σαν τραγουδιστής χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Manuel Bianco.

Πηγές

-Αγγελική Κουφού: Η κουλτούρα του ταγκό στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, μια μουσικολογική και ανθρωπολογική προσέγγιση, Διδακτορική διατριβή, Αθήνα 2011

-www.todoTango.com

-http://orpheas-orpheas.blogspot.gr

και διάφορες άλλες αναρτήσεις στο διαδίκτυο.

original post: http://www.musicheaven.gr/html/modules.php?name=News&file=article&id=4252

bottom of page